- αποτυχαίνω
- αποτυχαίνω και αποτυγχάνω, απέτυχα και απότυχα, αποτυχημένος βλ. πίν. 148——————Σημειώσεις:αποτυχαίνω : η μτχ. αποτυχημένος (→ αυτός που δεν έχει επιτύχει) χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποτυχαίνω — βλ. αποτυγχάνω … Dictionary of Greek
αποτυχαίνω — απότυχα, αποτυχημένος, αμτβ., δεν καταλήγω στο αποτέλεσμα που επιδιώκω: Απότυχε στις εξετάσεις κι είναι πολύ στενοχωρημένος. Η μτχ. παθ. πρκ., αποτυχημένος, η, ο χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο: Πίστευε πως ήταν ένας αποτυχημένος πατέρας κι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποτυγχάνω — αποτυχαίνω και αποτυγχάνω, απέτυχα και απότυχα, αποτυχημένος βλ. πίν. 148 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απολαγχάνω — ἀπολαγχάνω (Α) [λαγχάνω] 1. παίρνω μερίδιο με κλήρο 2. αποτυχαίνω σε κλήρωση 3. τα χάνω όλα, μένω έρημος … Dictionary of Greek
διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… … Dictionary of Greek
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον … Dictionary of Greek
μπουμπουνίζω — 1. (ως απρόσ.) μπουμπουνίζει βροντά, ακούγονται μπουμπουνητά 2. μτφ. αποτυχαίνω σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.λπ. 3. φρ. «τά μπουμπούνησα και έφυγα» τά παράτησα, εγκατέλειψα διαμιάς κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που ανάγεται σε ονοματοποιία] … Dictionary of Greek
σκατώνω — Ν [σκατό] 1. μολύνω, ρυπαίνω με περιττώματα 2. μτφ. αποτυχαίνω οικτρά («τά σκάτωσε» τά θαλάσσωσε) … Dictionary of Greek